- πολυάσχολος
- -η, -οαυτός που έχει πολλές ασχολίες: Με πολυάσχολο δεν μπορείς να κάνεις παρέα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυάσχολος — very busy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάσχολος — η, ο / πολυάσχολος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές ασχολίες, πολλές δουλειές 2. αυτός που ασχολείται με πολλά και διάφορα πράγματα, πολυπράγμονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄσχολος (πρβλ. περι άσχολος)] … Dictionary of Greek
πολυάσχολον — πολυάσχολος very busy masc/fem acc sg πολυάσχολος very busy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
List of Mr. Men — The following is a list of Mr. Men, from the children s book series by Roger Hargreaves, also adapted into the children s television programme The Mr. Men Show. Books one (Mr. Tickle) to forty three (Mr. Cheerful) were written by Hargreaves, and… … Wikipedia
ακαιρώ — ἀκαιρῶ ( έω) (AM) [ἄκαιρος] μσν. δεν έχω καιρό (κυρίως για ξεκούραση), είμαι πολυάσχολος αρχ. σπαταλώ τον χρόνο μου … Dictionary of Greek
αμφίπολος — ἀμφίπολος, ον (Α) 1. ο κινούμενος γύρω από κάποιον, ο απασχολημένος με κάτι, πολυάσχολος 2. πολυσύχναστος (τύμβος) 3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφίπολος, ήδη στη Μυκηναϊκή α) υπηρέτρια, θαλαμηπόλος β) ιέρεια 4. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) ὁ… … Dictionary of Greek
αργόσχολος — η, ο αυτός που δεν έχει καμιά σοβαρή απασχόληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (II) + σχολος < σχολή «αργία, απραξία» (πρβλ. πολυάσχολος, κακόσχολος κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
γυρίζω — (Μ γυρίζω) 1. [γύρος] 1. περιέρχομαι, περιοδεύω 2. στρέφω κάποιον ή κάτι 3. μεταβάλλω κάποιον ή κάτι 4. κάνω κάποιον να επιστρέψει 5. αλλάζω κατεύθυνση 6. αλλάζω διαθέσεις 7. επιστρέφω, επανέρχομαι νεοελλ. 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. εκτρέπω,… … Dictionary of Greek
εργοφόρος — ἐργοφόρος, ον (Α) (για τις μέλισσες) φιλόπονος, πολυάσχολος … Dictionary of Greek
περιάσχολος — ον, ΜΑ ο γεμάτος ασχολίες, πολυάσχολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἄσχολος (πρβλ. πολυ άσχολος)] … Dictionary of Greek